- αμετάθετος
- -η, -ο (AM ἀμετάθετος, -ον) [μετατίθημι]αυτός που δεν μεταβάλλει θέση, που δεν μετατοπίζεται, και αυτός που δεν είναι δυνατόν να μετατοπιστεί, αμετακίνητος, σταθερόςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το αμετάθετο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμετάθετος — unalterable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμετάθετος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινείται, αμετατόπιστος: Ο πίνακας αυτός χρόνια τώρα είναι αμετάθετος. 2. (για υπαλλήλους), αυτός που μένει στη θέση του: Όλα του τα χρόνια υπηρέτησε αμετάθετος στον τόπο του. 3. το ουδ. ως ουσ., το αμετάθετο η… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμεταθέτως — ἀμετάθετος unalterable adverbial ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάθετον — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc sg ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτοις — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτου — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτους — ἀμετάθετος unalterable masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτων — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμεταθέτῳ — ἀμετάθετος unalterable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμετάθετα — ἀμετάθετος unalterable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)